- θοινατικος
- θοινατικόςθοινᾱτικός3пиршественный, обеденный
(ὄργανα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄργανα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θοινατικός — θοινατικός, ή, όν (Α) [θοινώ] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
θοινητικά — θοινατικός of neut nom/voc/acc pl θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc/acc dual θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)